- συγκαταβατικός
- συγ-κατα-βατικός, ή, όν, herablassend, sich bequemend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
συγκαταβατικός — ή, ό / συγκαταβατικός, ή, όν, ΝΜΑ [συγκατάβασις] 1. επιεικής, ενδοτικός, ήπιος 2. καταδεκτικός νεοελλ. αυτός που γίνεται με συγκατάβαση, αυτός που ενέχει συγκατάβαση («συγκαταβατική λύση»). επίρρ... συγκαταβατικώς / συγκαταβατικῶς ΝΜΑ, και… … Dictionary of Greek
συγκαταβατικός — ή, ό επίρρ. ά 1. καταδεκτικός, καλόβολος, επιεικής: Χαμογέλασε συγκαταβατικά. 2. «συγκαταβατική τιμή», τέτοια που συμφέρει στον αγοραστή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ασυγκατάβατος — η, ο (Μ ἀσυγκατάβατος, ον) [συγκαταβαίνω] αυτός που δεν είναι συγκαταβατικός, ο ανένδοτος … Dictionary of Greek
ελεημονικός — ή, ό (Μ ἐλεημονικός, ή, όν) 1. φιλάνθρωπος 2. επιεικής, συγκαταβατικός μσν. (για τραγούδι) λυπητερός … Dictionary of Greek
επιεικής — ές (AM ἐπιεικής, ές) συγκαταβατικός, ήπιος στην κρίση του, μετριοπαθής αρχ. μσν. 1. πράος, αγαθός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιεικές α) επιείκεια, συγκαταβατικότητα β) αγαθότητα αρχ. 1. αρμόδιος, κατάλληλος («τύμβον δ’ οὐ μάλα πολλόν... ἀλλ’ ἐπιεικέα … Dictionary of Greek
ευγνώμων — ον (ΑΜ εὐγνώμων, ον) 1. αυτός που αναγνωρίζει κάποια χάρη ή προσφορά που τού έγινε και τιμά τον ευεργέτη του 2. εκείνος που ανταποδίδει ή αισθάνεται υποχρεωμένος να ανταποδώσει την ευεργεσία αρχ. μσν. 1. καλόγνωμος, διαλλακτικός 2. επιεικής,… … Dictionary of Greek
καλοστόμαχος — η, ο 1. αυτός που έχει γερό στομάχι, που χωνεύει καλά ό,τι και αν φάει 2. (για τροφές και ποτά) εύπεπτος, καλοχώνευτος, ευκολοχώνευτος, ελαφρός 3. μτφ. ανεκτικός, συγκαταβατικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + στόμαχος / στομάχι] … Dictionary of Greek
καλόβολος — Ακατοίκητη νησίδα (υψόμ. 66 μ.) της Δωδεκανήσου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πάτμου του νομού Δωδεκανήσου. * * * η, ο καλόγνωμος, συγκαταβατικός, βολικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + βολος (< βολή [II]), πρβλ. ά βολος, κακό βολος] … Dictionary of Greek
συγκαταβατικότητα — η, Ν η ιδιότητα τού συγκαταβατικού. [ΕΤΥΜΟΛ. < συγκαταβατικός. Η λ., στον λόγιο τ. συγκαταβατικότης, μαρτυρείται από το 1866 στον Γ. Σ. Πόγγη] … Dictionary of Greek
υποχωρητικός — ή, ό / ὑποχωρητικός, ή, όν, ΝΜΑ [ὑποχωρῶ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε υποχώρηση 2. συγκαταβατικός, συμβιβαστικός («τὸ μὴ ἰταμὸν ἡμῶν... ἀλλ ὑποχωρητικόν τε καὶ μέτριον», Γρηγ. Νύσσ.) 3. φρ. «υποχωρητικός σχηματισμός» η παραγωγή μιας λέξης … Dictionary of Greek
επιεικής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, ήπιος στην κρίση και τιμωρία σφαλμάτων και αδικημάτων, συγκαταβατικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)